Δεν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, αλλά μια ορμητική θάλασσα σ’ έναν απέραντο ωκεανό…
Δεν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, αλλά μια ακόμη ορμητική θάλασσα σ’ έναν απέραντο ωκεανό. Μια θάλασσα γεμάτη λάθη, προσβολές, υποτιμήσεις, σ’ έναν ωκεανό που κόντευε να ξεχειλίσει από παρόμοιες συμπεριφορές. Είχε πάψει να μετράει λάθη. Είχε πάψει να ψιθυρίζει “δεν πειράζει”. Είχε κλείσει μάτια κι αυτιά κι αυτή της η αποστασιοποίηση, ένιωθε πως ήταν ασπίδα ικανή για να μην την αγγίζει πια τίποτα αρνητικό. Είχε κατεβάσει ρολά και με παντιέρα το “αντέχω” πορευόταν κι αγνοούσε κάθε επίθεση, κάθε ψέμα, κάθε δηλητηριώδη υπαινιγμό. Κρατούσε την ψυχραιμία, το επίπεδο και την αξιοπρέπειά της και προσπερνούσε χωρίς λέξη όσα την ενοχλούσαν, όσα την πονούσαν, όσα την πλήγωναν.
Έρχονταν στιγμές που λύγιζε κι ένιωθε τα “δεν πειράζει” της, να της σφίγγουν το λαιμό σαν μέγγενη, ένιωθε τα “πρέπει” της, να της πιέζουν την καρδιά τόσο δυνατά, σαν να ήθελαν να την στραγγίξουν από αίμα. Έπεφτε, έκλαιγε γοερά και θύμωνε που δεν είχε την δύναμη να αποτινάξει τον ζυγό όσων της φορτώθηκαν στην πλάτη. Θύμωνε με εκείνη την ίδια γιατί ανεχόταν παραπάνω από οποιονδήποτε θα βρισκόταν στη θέση της. Θύμωνε γιατί ήξερε πως το ότι άντεχε τόσο, ίσως δεν ήταν γιατί ήταν τελικά τόσο δυνατή, αλλά γιατί ήταν αδύναμη. Αδύναμη να κόψει τους δεσμούς μ’ ανθρώπους που ποτέ δεν νοιάστηκαν, μ’ ανθρώπους που ποτέ δεν της στάθηκαν, μ’ ανθρώπους που ποτέ δεν την αγάπησαν.
Κι ήρθε μια θάλασσα ακόμη. Κι ήρθε ο ωκεανός πιο ορμητικός από ποτέ. Κι ήρθαν τα “δεν πειράζει” της και στάθηκαν οπλισμένα σαν αστακοί απέναντί της. Κι είδε την ζωή της να περνά μπροστά απ’ τα μάτια της κι όλα τα λάθη που ανέχτηκε, όλα τα ψέματα που δέχτηκε, όλες τις προσβολές που υπέμεινε, άρχισαν να την τραβούν προς τον πάτο. Θέλησαν να την πνίξουν που δεν προστάτευσε τον εαυτό της, που δεν τον φρόντισε, που δεν τον αγάπησε όσο έπρεπε.
Δεν τα κατάφεραν. Την ύστατη στιγμή, έπιασε αποφασιστικά το τιμόνι κι άλλαξε την πορεία της. Κανένας δεν κατάφερε να καταστρέψει το σκαρί της όσο κι αν το προσπάθησε. Χτυπημένη, αλλά ατόφια συνέχισε το ταξίδι της. Μόνη, αλλά μήπως μόνη δεν ήταν πάντα; Έμειναν να την κοιτάζουν απορημένα τα “δεν πειράζει” και τα “πρέπει” της. Έμειναν να την κοιτάζουν όλα τα ψέματα, όλα τα λάθη, όλες οι προσβολές, όλες οι υποτιμήσεις και ν’ αναρωτιούνται. Γιατί άλλαξε ρότα; Για μια σταγόνα; Δεν έμεινε να εξηγήσει. Δεν την ενδιέφερε κανείς να μάθει πόσες άγριες θάλασσες δέχτηκε με μανία στο κορμί της. Το μόνο που την ένοιαζε είναι να έχει πια μπουνάτσα στον ωκεανό της…
Κική Γιοβανοπούλου